BLOG
Kiki Dimoula / Κική Δημουλά
Un poème en deux langues et trois propositions |
[Αρχικό ποίημα]
Χαίρε ποτέ
Τελευταίοι χαιρετισμοί απόψε ατελείωτοι οι δικοί μου που σου στέλνω και χαίρε χαίρε του αποκλείεται η θεία προθυμία να σ’ τους δώσει.
Λιπόθυμα σωριάζοντας βιολέτες από το σφιχταγκάλιασμα του χλιαρού καιρού το δικαιολογημένο έχει από πέρυσι να τις δει.
Χαίρε συνέπεια λουλουδιών προς την τακτήν επιστροφής σας χαίρε συνέπεια του ανεπίστρεπτου τήρησες κατά γράμμα τους νεκρούς. Χαίρε του σκοταδιού το σφιχταγκάλιασμα που δέχεσαι το διακαιολογημένο έχει να σε δει πριν τη γέννησή σου. Χαίρε των ματιών σου η ανοιχτοφοβία χαίρε κεχαριτωμένη υπόσχεση του ανέλπιστου πως βλέμμα σου θα ξεθαρρέψει πάλι κάποτε να ξανοιχτεί προς έντρομο δικό μου. Χαίρε των ματιών σου η ανοιχτοφοβία – της μνήμης το “ελευθέρας” να πηγαίνει όποτε θέλει να τα βλέπει αυγή χαμένης μέρας.
Όσο για σένα κόσμε που καταδέχεσαι να ζεις όσο έχει την ανάγκη σου η τύχη για να καρπούνται τα δεινά την εύπορη αντοχή σου, που εξευτελίζεσαι να ζεις για να σου πει μια καλησπέρα το πολύ κατά τον διάπλου ένα εγκαστρίμυθα ολόγιομο φεγγάρι τι να σου πω χαίρε και συ.
(Ποιήματα, Ίκαρος, 1988) |
*
[Traduction de Martine Plateau-Zygounas]
Je vous salue jamais
Dernières Salutations ce soir
Les violettes évanouies s’effondrent
Je vous salue esprit de suite des fleurs
Quand à toi monde
(in, Du Peu du monde et autres poèmes, La Différence, Collection Orphée, 1995) |
*[Traduction de Michel Volkovitch]
Je te salue jamais
Derniers Saluts ce soir
Tournant de l’œil s’effondrent les violettes
(in, Je te salue jamais, Cahiers grecs, Librairie Desmos, mars 1997) |
Laisse tomber la rosée, ô poète. Chante plutôt la sueur du rossignol (puis dépose un baiser dans le creux moite de ta main gauche).
Les Éditions Christophe Lucquin ont à leur tour opté pour l’impression sans fil et à Bakou. La pâleur des textes est garantie par la sueur bulgare. (Lectures cheap pour armateur éclairé.)
Ὁ Βασιλιᾶς τῆς Ἀσίνης
ένα ποιήμα του Γ. Σεφέρη
από το ¨Ημερολόγιο Καταστρώματος¨
Ἀσίνην τε…
ΙΛΙΑΔΑ
Κοιτάξαμε ὅλο τὸ πρωὶ γύρω-γύρω τὸ κάστρο
ἀρχίζοντας ἀπὸ τὸ μέρος τοῦ ἴσκιου ἐκεῖ ποὺ ἡ θάλασσα
πράσινη καὶ χωρὶς ἀναλαμπή, τὸ στῆθος σκοτωμένου παγονιοῦ
Μᾶς δέχτηκε ὅπως ὁ καιρὸς χωρὶς κανένα χάσμα.
Οἱ φλέβες τοῦ βράχου κατέβαιναν ἀπὸ ψηλὰ
στριμμένα κλήματα γυμνὰ πολύκλωνα ζωντανεύοντας
στ ἄγγιγμα τοῦ νεροῦ, καθὼς τὸ μάτι ἀκολουθώντας τις
πάλευε νὰ ξεφύγει τὸ κουραστικὸ λίκνισμα
χάνοντας δύναμη ὁλοένα.
Ἀπὸ τὸ μέρος τοῦ ἥλιου ἕνας μακρὺς γιαλὸς ὁλάνοιχτος
καὶ τὸ φῶς τρίβοντας διαμαντικὰ στὰ μεγάλα τείχη.
Κανένα πλάσμα ζωντανὸ τ᾿ ἀγριοπερίστερα φευγάτα
κι ὁ βασιλιὰς τῆς Ἀσίνης ποὺ τὸν γυρεύουμε δυὸ χρόνια τώρα
ἄγνωστος λησμονημένος ἀπ᾿ ὅλους κι ἀπὸ τὸν Ὅμηρο
μόνο μία λέξη στὴν Ἰλιάδα κι ἐκείνη ἀβέβαιη
ριγμένη ἐδῶ σὰν τὴν ἐντάφια χρυσὴ προσωπίδα.
Τὴν ἄγγιξες, θυμᾶσαι τὸν ἦχο της; κούφιο μέσα στὸ φῶς
σὰν τὸ στεγνὸ πιθάρι στὸ σκαμμένο χώμα-
κι ὁ ἴδιος ἦχος μὲς στὴ θάλασσα μὲ τὰ κουπιά μας.
Ὁ βασιλιὰς τῆς Ἀσίνης ἕνα κενὸ κάτω ἀπ᾿ τὴν προσωπίδα
παντοῦ μαζί μας παντοῦ μαζί μας, κάτω ἀπὸ ἕνα ὄνομα:
«Ἀσίνην τε… Ἀσίνην τε…»
καὶ τὰ παιδιά του ἀγάλματα
κι οἱ πόθοι του φτερουγίσματα πουλιῶν κι ὁ ἀγέρας
στὰ διαστήματα τῶν στοχασμῶν του καὶ τὰ καράβια του
ἀραγμένα σ᾿ ἄφαντο λιμάνι-
κάτω ἀπ᾿ τὴν προσωπίδα ἕνα κενό.
Πίσω ἀπὸ τὰ μεγάλα μάτια τὰ καμπύλα χείλια τοὺς βοστρύχους
ἀνάγλυφα στὸ μαλαματένιο σκέπασμα τῆς ὕπαρξής μας
ἕνα σημεῖο σκοτεινὸ ποὺ ταξιδεύει σὰν τὸ ψάρι
μέσα στὴν αὐγινὴ γαλήνη τοῦ πελάγου καὶ τὸ βλέπεις:
ἕνα κενὸ παντοῦ μαζί μας.
Καὶ τὸ πουλὶ ποὺ πέταξε τὸν ἄλλο χειμώνα
μὲ σπασμένη φτερούγα σκήνωμα ζωῆς,
κι ἡ νέα γυναίκα ποὺ ἔφυγε νὰ παίξει
μὲ τὰ σκυλόδοντα τοῦ καλοκαιριοῦ
κι ἡ ψυχὴ ποὺ γύρεψε τσιρίζοντας τὸν κάτω κόσμο ὁ χείμαρρος τοῦ ἥλιου
μὲ τ᾿ ἀρχαῖα μνημεῖα καὶ τὴ σύγχρονη θλίψη.
Κι ὁ ποιητὴς ἀργοπορεῖ κοιτάζοντας τὶς πέτρες κι ἀνάρωτιέται
ὑπάρχουν ἄραγε
ἀνάμεσα στὶς χαλασμένες τοῦτες γραμμὲς
τὶς ἀκμὲς τὶς αἰχμὲς τὰ κοῖλα καὶ τὶς καμπύλες
ὑπάρχουν ἄραγε
ἐδῶ ποὺ συναντιέται τὸ πέρασμα τῆς βροχῆς τοῦ ἀγέρα καὶ τῆς φθορᾶς
ὑπάρχουν, ἡ κίνηση τοῦ προσώπου τὸ σχῆμα τῆς στοργῆς
ἐκείνων ποὺ λιγόστεψαν τόσο παράξενα μὲς στὴ ζωή μας
αὐτῶν ποὺ ἀπόμειναν σκιὲς κυμάτων καὶ στοχασμοὶ μὲ τὴν ἀπεραντοσύνη τοῦ πελάγου
ἢ μήπως ὄχι δὲν ἀπομένει τίποτε παρὰ μόνο τὸ βάρος
ἡ νοσταλγία τοῦ βάρους μιᾶς ὕπαρξης ζωντανῆς
ἐκεῖ ποὺ μένουμε τώρα ἀνυπόστατοι λυγίζοντας
σὰν τὰ κλωνάρια τῆς φριχτῆς ἰτιᾶς σωριασμένα μέσα στὴ διάρκεια τῆς ἀπελπισίας
ἐνῶ τὸ ρέμα κίτρινο κατεβάζει ἀργὰ βοῦρλα ξεριζωμένα μὲς στὸ βοῦρκο
εἰκόνα μορφῆς ποὺ μαρμάρωσε μὲ τὴν ἀπόφαση μιᾶς πίκρας παντοτινῆς.
Ὁ ποιητὴς ἕνα κενό.
Ἀσπιδοφόρος ὁ ἥλιος ἀνέβαινε πολεμώντας
κι ἀπὸ τὸ βάθος τῆς σπηλιᾶς μία νυχτερίδα τρομαγμένη
χτύπησε πάνω στὸ φῶς σὰν τὴ σαΐτα πάνω στὸ σκουτάρι:
«Ἀσίνην τε Ἀσίνην τε…». Νἄ ῾ταν αὐτὴ ὁ βασιλιὰς τῆς Ἀσίνης
ποὺ τὸν γυρεύουμε τόσο προσεχτικὰ σὲ τούτη τὴν ἀκρόπόλη
ἀγγίζοντας κάποτε μὲ τὰ δάχτυλά μας τὴν ὑφή του πάνω στὶς πέτρες.
Ἀσίνη, καλοκαίρι ῾38 – Ἀθήνα, Γεν. ῾40
*
The King of Asini
By George Seferis
Translated By Edmund Keely and Philip Sherrard
’Ασíνην τε. . . — Iliad
All morning long we looked around the citadel
starting from the shaded side there where the sea
green and without lustre — breast of a slain peacock —
received us like time without an opening in it.
Veins of rock dropped down from high above,
twisted vines, naked, many-branched, coming alive
at the water’s touch, while the eye following them
struggled to escape the monotonous see-saw motion,
growing weaker and weaker.
On the sunny side a long empty beach
and the light striking diamonds on the huge walls.
No living thing, the wild doves gone
and the king of Asini, whom we’ve been trying to find for two years now,
unknown, forgotten by all, even by Homer,
only one word in the Iliad and that uncertain,
thrown here like the gold burial mask.
You touched it, remember its sound? Hollow in the light
like a dry jar in dug earth:
the same sound that our oars make in the sea.
The king of Asini a void under the mask
everywhere with us everywhere with us, under a name:
‘’Ασíνην τε. . .’Ασíνην τε. . .’
and
his children statues
and his desires the fluttering of birds, and the wind
in the gaps between his thoughts, and his ships
anchored in a vanished port:
under the mask a void.
Behind the large eyes the curved lips the curls
carved in relief on the gold cover of our existence
a dark spot that you see travelling like a fish
in the dawn calm of the sea:
a void everywhere with us.
And the bird, a wing broken,
that flew away last winter
— tabernacle of life —
and the young woman who left to play
with the dog-teeth of summer
and the soul that sought the lower world gibbering
and the country like a large plane-leaf swept along by the torrent of the sun
with the ancient monuments and the contemporary sorrow.
And the poet lingers, looking at the stones, and asks himself
does there really exist
among these ruined lines, edges, points, hollows and curves
does there really exist
here where one meets the path of rain, wind and ruin
does there exist the movement of the face, shape of the tenderness
of those who’ve waned so strangely in our lives,
those who remained the shadow of waves and thoughts with the sea’s boundlessness
or perhaps no, nothing is left but the weight
the nostalgia for the weight of a living existence
there where we now remain unsubstantial, bending
like the branches of a terrible willow tree heaped in unremitting despair
while the yellow current slowly carries down rushes uprooted in the mud
image of a form that the sentence to everlasting bitterness has turned to stone:
the poet a void.
Shieldbearer, the sun climbed warring,
and from the depths of the cave a startled bat
hit the light as an arrow hits a shield:
‘’Ασíνην τε. . .’Ασíνην τε. . .’. If only that could be the king of Asini
we’ve been searching for so carefully on this acropolis
sometimes touching with our fingers his touch upon the stones.
Asini, summer ’38—Athens, Jan. ’40
[« The King of Asini » from Collected Poems (George Seferis). Translated, edited, and introduced by Edmund Keeley and Philip Sherrard. Copyright © 1995 by
George Seferis. Reprinted by permission of Princeton University Press.]