BLOG

1205. Dimoula

Kiki Dimoula  / Κική Δημουλά 

Un poème en deux langues et trois propositions

[Αρχικό ποίημα] 

Χαίρε ποτέ

 

Τελευταίοι χαιρετισμοί απόψε

ατελείωτοι οι δικοί μου που σου στέλνω

και χαίρε χαίρε του αποκλείεται

η θεία προθυμία να σ’ τους δώσει.

 

Λιπόθυμα σωριάζοντας βιολέτες

από το σφιχταγκάλιασμα του χλιαρού

καιρού το δικαιολογημένο

έχει από πέρυσι να τις δει.

 

Χαίρε συνέπεια λουλουδιών

προς την τακτήν επιστροφής σας

χαίρε  συνέπεια του ανεπίστρεπτου

τήρησες κατά γράμμα τους νεκρούς.

Χαίρε του σκοταδιού το σφιχταγκάλιασμα

που δέχεσαι το διακαιολογημένο

έχει να σε δει πριν τη γέννησή σου.

Χαίρε των ματιών σου η ανοιχτοφοβία

χαίρε κεχαριτωμένη υπόσχεση του ανέλπιστου

πως βλέμμα σου θα ξεθαρρέψει πάλι κάποτε

να ξανοιχτεί προς έντρομο δικό μου.

Χαίρε των ματιών σου  η ανοιχτοφοβία

– της μνήμης το “ελευθέρας” να πηγαίνει

όποτε θέλει να τα βλέπει

αυγή χαμένης μέρας.

 

Όσο για σένα κόσμε

που καταδέχεσαι να ζεις

όσο έχει την ανάγκη σου η τύχη

για να καρπούνται τα δεινά

την εύπορη αντοχή σου,

που εξευτελίζεσαι να ζεις

για να σου πει μια καλησπέρα

το πολύ κατά τον διάπλου

ένα εγκαστρίμυθα

ολόγιομο φεγγάρι

τι να σου πω

χαίρε και συ.

 

(Ποιήματα, Ίκαρος, 1988)

[Traduction de Martine Plateau-Zygounas] 

 

Je vous salue jamais

 

Dernières Salutations ce soir
et celles sans fin que je t’adresse
je vous salue hors de question
divinement empressé de te le donner.

 

Les violettes évanouies s’effondrent
sous l’étroit enlacement bien légitime
de la tiédeur du temps
resté un an sans les voir.

 

Je vous salue esprit de suite des fleurs
pour votre retour régulier
je vous salue suite du non retour
vous avez suivi à la lettre les morts.
Je vous salue étroit enlacement des ténèbres
admettant la légitimité
elles ne t’ont pas vu d’avant ta naissance.
Je vous salue peur de s’ouvrir de tes yeux
je vous salue promesse pleine de grâce de l’inespéré
que ton regard s’osera à nouveau un jour
se rouvrir sur le mien terrifié.
Je vous salue peur de s’ouvrir de tes yeux
– le « laissez-passer » de la mémoire pour aller
les voir quand elle veut
aube d’un jour perdu.

 

Quand à toi monde
qui acceptes de vivre
tant que la fortune aura besoin de toi
pour que les maux soient fécondés
de ta résistance fertile
qui t’avilis à vivre
pour que te dise tout au plus un bonsoir
lors de sa traversée
une lune ventriloque toute pleine
Que te dire
je te salue aussi.

 

 

(in, Du Peu du monde et autres poèmes, La Différence, Collection Orphée, 1995)

*[Traduction de Michel Volkovitch]

 

Je te salue jamais

 

Derniers Saluts ce soir
ceux que je t’envoie n’ont pas de fin
pas plus que mes saluts salut à Pas question
que les transmette la divine diligence.

 

Tournant de l’œil s’effondrent les violettes
que le temps tiède a trop étreintes
c’est légitime il est resté
sans les voir depuis l’an
dernier.
Je te salue assiduité des fleurs
assurant votre retour périodique
je te salue assiduité du sans retour
tu as suivi à la lettre les morts.
Je te salue étreinte des ténèbres
qui accueilles le légitime
elles ne t’avaient pas vu depuis ta naissance.
Je te salue inespéré promesse pleine de grâce
qu’à nouveau ton regard trouvera l’audace
de s’avancer vers le mien terrifié.
Je te salue refus d’ouverture des yeux
— laisser-passer de la mémoire
pour que vienne les voir quand elle veut
l’aube d’une journée
perdue
.
Quant à toi monde qui condescends à vivre
tant qu’a besoin de toi le hasard
dont les maux sont le fruit de ta fertile résistance,
qui t’avilis à vivre
pour que te paie d’un bonsoir tout au plus
pendant sa traversée
une lune ventriloque et pleine
que puis-je
dire
je te salue
toi aussi.

 

(in, Je te salue jamais, Cahiers grecs, Librairie Desmos, mars 1997)

1204.

Laisse tomber la rosée, ô poète. Chante plutôt la sueur du rossignol (puis dépose un baiser dans le creux moite de ta main gauche).

 

Les Éditions Christophe Lucquin ont à leur tour opté pour l’impression sans fil et à Bakou. La pâleur des textes est garantie par la sueur bulgare. (Lectures cheap pour armateur éclairé.)


 

1203.

Écho

 

Ὁ Βασιλιᾶς τῆς Ἀσίνης

ένα ποιήμα του Γ. Σεφέρη
από το ¨Ημερολόγιο Καταστρώματος¨

 

Ἀσίνην τε…
ΙΛΙΑΔΑ

Κοιτάξαμε ὅλο τὸ πρωὶ γύρω-γύρω τὸ κάστρο
ἀρχίζοντας ἀπὸ τὸ μέρος τοῦ ἴσκιου ἐκεῖ ποὺ ἡ θάλασσα
πράσινη καὶ χωρὶς ἀναλαμπή, τὸ στῆθος σκοτωμένου παγονιοῦ
Μᾶς δέχτηκε ὅπως ὁ καιρὸς χωρὶς κανένα χάσμα.
Οἱ φλέβες τοῦ βράχου κατέβαιναν ἀπὸ ψηλὰ
στριμμένα κλήματα γυμνὰ πολύκλωνα ζωντανεύοντας
στ ἄγγιγμα τοῦ νεροῦ, καθὼς τὸ μάτι ἀκολουθώντας τις
πάλευε νὰ ξεφύγει τὸ κουραστικὸ λίκνισμα
χάνοντας δύναμη ὁλοένα.
Ἀπὸ τὸ μέρος τοῦ ἥλιου ἕνας μακρὺς γιαλὸς ὁλάνοιχτος
καὶ τὸ φῶς τρίβοντας διαμαντικὰ στὰ μεγάλα τείχη.
Κανένα πλάσμα ζωντανὸ τ᾿ ἀγριοπερίστερα φευγάτα
κι ὁ βασιλιὰς τῆς Ἀσίνης ποὺ τὸν γυρεύουμε δυὸ χρόνια τώρα
ἄγνωστος λησμονημένος ἀπ᾿ ὅλους κι ἀπὸ τὸν Ὅμηρο
μόνο μία λέξη στὴν Ἰλιάδα κι ἐκείνη ἀβέβαιη
ριγμένη ἐδῶ σὰν τὴν ἐντάφια χρυσὴ προσωπίδα.
Τὴν ἄγγιξες, θυμᾶσαι τὸν ἦχο της; κούφιο μέσα στὸ φῶς
σὰν τὸ στεγνὸ πιθάρι στὸ σκαμμένο χώμα-
κι ὁ ἴδιος ἦχος μὲς στὴ θάλασσα μὲ τὰ κουπιά μας.
Ὁ βασιλιὰς τῆς Ἀσίνης ἕνα κενὸ κάτω ἀπ᾿ τὴν προσωπίδα
παντοῦ μαζί μας παντοῦ μαζί μας, κάτω ἀπὸ ἕνα ὄνομα:
«Ἀσίνην τε… Ἀσίνην τε…»
καὶ τὰ παιδιά του ἀγάλματα
κι οἱ πόθοι του φτερουγίσματα πουλιῶν κι ὁ ἀγέρας
στὰ διαστήματα τῶν στοχασμῶν του καὶ τὰ καράβια του
ἀραγμένα σ᾿ ἄφαντο λιμάνι-
κάτω ἀπ᾿ τὴν προσωπίδα ἕνα κενό.
Πίσω ἀπὸ τὰ μεγάλα μάτια τὰ καμπύλα χείλια τοὺς βοστρύχους
ἀνάγλυφα στὸ μαλαματένιο σκέπασμα τῆς ὕπαρξής μας
ἕνα σημεῖο σκοτεινὸ ποὺ ταξιδεύει σὰν τὸ ψάρι
μέσα στὴν αὐγινὴ γαλήνη τοῦ πελάγου καὶ τὸ βλέπεις:
ἕνα κενὸ παντοῦ μαζί μας.
Καὶ τὸ πουλὶ ποὺ πέταξε τὸν ἄλλο χειμώνα
μὲ σπασμένη φτερούγα σκήνωμα ζωῆς,
κι ἡ νέα γυναίκα ποὺ ἔφυγε νὰ παίξει
μὲ τὰ σκυλόδοντα τοῦ καλοκαιριοῦ
κι ἡ ψυχὴ ποὺ γύρεψε τσιρίζοντας τὸν κάτω κόσμο ὁ χείμαρρος τοῦ ἥλιου
μὲ τ᾿ ἀρχαῖα μνημεῖα καὶ τὴ σύγχρονη θλίψη.
Κι ὁ ποιητὴς ἀργοπορεῖ κοιτάζοντας τὶς πέτρες κι ἀνάρωτιέται
ὑπάρχουν ἄραγε
ἀνάμεσα στὶς χαλασμένες τοῦτες γραμμὲς
τὶς ἀκμὲς τὶς αἰχμὲς τὰ κοῖλα καὶ τὶς καμπύλες
ὑπάρχουν ἄραγε
ἐδῶ ποὺ συναντιέται τὸ πέρασμα τῆς βροχῆς τοῦ ἀγέρα καὶ τῆς φθορᾶς
ὑπάρχουν, ἡ κίνηση τοῦ προσώπου τὸ σχῆμα τῆς στοργῆς
ἐκείνων ποὺ λιγόστεψαν τόσο παράξενα μὲς στὴ ζωή μας
αὐτῶν ποὺ ἀπόμειναν σκιὲς κυμάτων καὶ στοχασμοὶ μὲ τὴν ἀπεραντοσύνη τοῦ πελάγου
ἢ μήπως ὄχι δὲν ἀπομένει τίποτε παρὰ μόνο τὸ βάρος
ἡ νοσταλγία τοῦ βάρους μιᾶς ὕπαρξης ζωντανῆς
ἐκεῖ ποὺ μένουμε τώρα ἀνυπόστατοι λυγίζοντας
σὰν τὰ κλωνάρια τῆς φριχτῆς ἰτιᾶς σωριασμένα μέσα στὴ διάρκεια τῆς ἀπελπισίας
ἐνῶ τὸ ρέμα κίτρινο κατεβάζει ἀργὰ βοῦρλα ξεριζωμένα μὲς στὸ βοῦρκο
εἰκόνα μορφῆς ποὺ μαρμάρωσε μὲ τὴν ἀπόφαση μιᾶς πίκρας παντοτινῆς.
Ὁ ποιητὴς ἕνα κενό.
Ἀσπιδοφόρος ὁ ἥλιος ἀνέβαινε πολεμώντας
κι ἀπὸ τὸ βάθος τῆς σπηλιᾶς μία νυχτερίδα τρομαγμένη
χτύπησε πάνω στὸ φῶς σὰν τὴ σαΐτα πάνω στὸ σκουτάρι:
«Ἀσίνην τε Ἀσίνην τε…». Νἄ ῾ταν αὐτὴ ὁ βασιλιὰς τῆς Ἀσίνης
ποὺ τὸν γυρεύουμε τόσο προσεχτικὰ σὲ τούτη τὴν ἀκρόπόλη
ἀγγίζοντας κάποτε μὲ τὰ δάχτυλά μας τὴν ὑφή του πάνω στὶς πέτρες.
Ἀσίνη, καλοκαίρι ῾38 – Ἀθήνα, Γεν. ῾40

 

*

 

The King of Asini

By George Seferis

Translated By Edmund Keely and Philip Sherrard

’Ασíνην τε. . . — Iliad
All morning long we looked around the citadel

starting from the shaded side there where the sea

green and without lustre — breast of a slain peacock —

received us like time without an opening in it.

Veins of rock dropped down from high above,

twisted vines, naked, many-branched, coming alive

at the water’s touch, while the eye following them

struggled to escape the monotonous see-saw motion,

growing weaker and weaker.

 

On the sunny side a long empty beach

and the light striking diamonds on the huge walls.

No living thing, the wild doves gone

and the king of Asini, whom we’ve been trying to find for two years now,

unknown, forgotten by all, even by Homer,

only one word in the Iliad and that uncertain,

thrown here like the gold burial mask.

You touched it, remember its sound? Hollow in the light

like a dry jar in dug earth:

the same sound that our oars make in the sea.

The king of Asini a void under the mask

everywhere with us everywhere with us, under a name:

‘’Ασíνην τε. . .’Ασíνην τε. . .’

and
his children statues

and his desires the fluttering of birds, and the wind

in the gaps between his thoughts, and his ships

anchored in a vanished port:

under the mask a void.

 

Behind the large eyes the curved lips the curls

carved in relief on the gold cover of our existence

a dark spot that you see travelling like a fish

in the dawn calm of the sea:

a void everywhere with us.

And the bird, a wing broken,

that flew away last winter

— tabernacle of life —

and the young woman who left to play

with the dog-teeth of summer

and the soul that sought the lower world gibbering

and the country like a large plane-leaf swept along by the torrent of the sun

with the ancient monuments and the contemporary sorrow.

 

And the poet lingers, looking at the stones, and asks himself

does there really exist

among these ruined lines, edges, points, hollows and curves

does there really exist

here where one meets the path of rain, wind and ruin

does there exist the movement of the face, shape of the tenderness

of those who’ve waned so strangely in our lives,

those who remained the shadow of waves and thoughts with the sea’s boundlessness

or perhaps no, nothing is left but the weight

the nostalgia for the weight of a living existence

there where we now remain unsubstantial, bending

like the branches of a terrible willow tree heaped in unremitting despair

while the yellow current slowly carries down rushes uprooted in the mud

image of a form that the sentence to everlasting bitterness has turned to stone:

the poet a void.

 

Shieldbearer, the sun climbed warring,

and from the depths of the cave a startled bat

hit the light as an arrow hits a shield:

‘’Ασíνην τε. . .’Ασíνην τε. . .’. If only that could be the king of Asini

we’ve been searching for so carefully on this acropolis

sometimes touching with our fingers his touch upon the stones.

 

Asini, summer ’38—Athens, Jan. ’40

 

[« The King of Asini » from Collected Poems (George Seferis). Translated, edited, and introduced by Edmund Keeley and Philip Sherrard. Copyright © 1995 by
George Seferis.  Reprinted by permission of Princeton University Press.]